- λεβεντονιός
- ο , λεβεντόπαιδο τό юный молодец, удалец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεβεντονιός — ο νέος λεβέντης: Ένας λεβεντονιός έσυρε το χορό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεβεντονιός — ο, θηλ. ιά νέος με τα χαρακτηριστικά τού λεβέντη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεβέντης + νιος] … Dictionary of Greek
λεβεντόπαιδο — το λεβεντονιός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)